- Τροφώνεια
- και Τροφώνια, τὰ, Α [Τροφώνιος]1. γιορτή προς τιμήν τού Τροφωνίου, αυτού που σύμφωνα με τη μυθολογία έχτισε το πρώτο ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς2. (στον εν.) τὸ Τροφώνιοντο μαντείο τού Τροφωνίου στη Λιβαδιά, που, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν ένα σκοτεινό σπήλαιο από το οποίο κατέβαινε κανείς στον Άδη.
Dictionary of Greek. 2013.